- ἐκπλῦνον
- ἐκπλύνωwash outpres part act masc voc sgἐκπλύνωwash outpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔκπλυνον — ἔκπλῡνον , ἐκπλύνω wash out aor imperat act 2nd sg ἔκπλῡνον , ἐκπλύνω wash out imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔκπλῡνον , ἐκπλύνω wash out imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίζω — ΜΑ κελαηδώ σαν σπουργίτης (αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον*, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον] … Dictionary of Greek